Γράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος:
Φοβάμαι πως η ζωή μας, όσο πάει, χάνει τους χυμούς της και πλαστικοποιείται. Το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό. Έχει σχέση με την ψυχή μας την...
ίδια. Που, χρόνο με το χρόνο, τυλίγεται από ένα λεπτό φύλλο κρούστας και δεν δέχεται τους κραδασμούς που δεχόταν άλλοτε. Ή, αν τους δέχεται, δεν αντιδρά και δεν ανταποκρίνεται, θετικά ή αρνητικά.Τα παιδιά λυπάμαι. Που δύσκολα, πια, θα καταβαίνουν, πόση ομορφιά έχει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και πως η ευωδιά του, είναι πιο λεπτή, από την επιθετική ευωδιά της γαρδένιας. Μπήκα από την αρχή στα δύσκολα. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Μεγάλωσα σε γειτονιά. Και έζησα πολύ έντονα, την παρέα, το γλυκό του κουταλιού, τη βανίλια, το παγωτό χωνάκι, τη λάμψη που έχει το γόνατο ενός κοριτσιού, που δεν το καλύπτει, από απροσεξία ή από χάρη, όχι προσποιητή, η φουστίτσα.
Μέρες Λαμπρής. Περνάμε κρίση, υπάρχει ανεργία, «λεφτά δεν υπάρχουν». Αλλά και στο παρελθόν περάσαμε από κρίσεις. Εγώ, μάλιστα, έζησα γερμανική κατοχή, βομβαρδισμούς, Δεκεμβριανά, εμφύλιο, δικτατορία. Η μάνα μου θυμάμαι, είχε πουλήσει τη βέρα της, για να αγοράσει μισή οκά αλεύρι. Πείνα αβάσταχτη! Και όμως, όλο κάτι περιμέναμε. Κάτι καλό. Τέτοιες μέρες, ο αέρας μύριζε αλλιώς. Και σωστά έγραφε ο Χατζηδάκης για το ελαφρό και μυρωμένο αεράκι του Επιταφίου.
Μέρες Λαμπρής, που το μεγάλο όνειρο μας ήταν ένα ζευγάρι, καινούρια παπούτσια, ένα σακάκι, ένα παιχνίδι, ένα μαύρο μακρύ παντελόνι. Τίποτα περισσότερο. Και ήμασταν ευτυχισμένοι με αυτό το λίγο. Όπως ήμασταν ευτυχισμένοι από ένα κλεμμένο φιλί, τη νύχτα, από τα χείλη ενός κοριτσιού. Να οι «χυμοί» για τους οποίους μιλούσα πιο πάνω.
Τώρα, ο κόσμος «αλλιότεψε». Ζαχαροπλαστεία, νυχτερινά κέντρα, τραγουδιστές με βαρειά μεροκάματα, ελαφριά τραγούδια και η Πειραιώς ή «παραλιακή», μια φωτεινή σαύρα από αυτοκίνητα. Παλιά, η νοικοκυρά φρόντιζε το σπίτι, για να αστράφτει από καθαριότητα. Έφτιαχνε γλυκά. Πήγαινε στον χασάπη και διάλεγε η ίδια το κρέας. Έβαφε μόνη της τα αυγά. Και ήταν η ίδια, φουριόζα, κουρασμένη, αλλά όλο χάρη.
Δεν είχαμε, είπα, λεφτά. Είχαμε φόβο, είχαμε ανεργία, είχαμε παράγκες ή φτωχόσπιτα, δεν πηγαίναμε διακοπές στο εξωτερικό. Τα παιδιά, φτιάχνανε παιχνίδια με τα χεράκια τους, μαλώνανε στους δρόμους και αγαπιόντουσαν, βρίζανε, τ’ αγόρια πειράζανε τα κορίτσια, το πράσινο σαπούνι της πλύσης μύριζε από μόνο του γιορτή.
Σήμερα; Σήμερα, μόνο για σπρέντ μιλάμε, για λουκέτα σε μαγαζιά, για απολύσεις υπαλλήλων και εργατών, για το αβέβαιο αύριο. Όμως, και τότε συνέβαιναν αυτά. Και δεν μας γονάτιζαν. Ξέραμε από χαμόγελο και σπιτίσια γλύκα, ήμασταν μαθημένοι στα λίγα και στα προσεγμένα, κοιτάζαμε στα μάτια ο ένας τον άλλο και τους διηγιόμασταν την ψυχή μας.
Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι – Γερμανοί, Εγγλέζοι, Αμερικάνοι, Γάλλοι – έξω. Έχουν λεφτά, ίσως. Αλλά είναι δυστυχισμένοι. Σηκώνονται χαράματα από το κρεβάτι, πίνουν βιαστικά έναν καφέ, τρώνε στους τόπους εργασίας τους μεσημεριανό, ξαναγυρίζουν στη δουλειά και το βράδυ επιστρέφουν στα σπίτια τους ξεθεωμένοι από την κούραση, για έναν ύπνο δίχως όνειρα. Και όλ’ αυτά, κάθε μέρα, μήνες, χρόνια. Και δίχως ήλιο. Μόνο κρύο, χιόνι, αναμμένα καλοριφέρ, καταιγίδες, πλημμύρες.
Εδώ, οι μέρες Λαμπρής, ακόμη και με ένα φριχτό Μνημόνιο, είναι Παράδεισος.
Πηγή: http://www.aixmi.gr/