25 Οκτ 2009

Από που προέρχονται . . .

Ευχαριστούμε τον φίλο Νίκο, που μας έστειλε το θέμα

ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 190Υ ΑΙΩΝΑ


Καλύτερα να βρισκόσουν στην κόλαση παρά στην Αθήνα το Φθινόπωρο του1854.
Η κόλαση της Αθήνας είχε όνομα: Χολέρα!
Υπήρχαν και άλλα, μονολεκτικά και περιφραστικά "Πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου" την αποκάλεσε ο συγγραφέας Εμμανουήλ Λυκούδης στο διήγημα του, "Η Ξένη του1854", το οποίο διανθιζόταν με λεπτομερείς περιγραφές των γεγονότωντης εποχής. "Ξένη" ήταν επίσης η χολέρα, ως εισαχθείσα , ένα χρόνονωρίτερα, από Γάλλους στρατιώτες. Αδηφάγα, όμως, έγινε τον Οκτώβριοτου 1854.
Υπήρχε και άλλη "ξένη". Η κατοχή. Το Μάρτιο του 1854, ενώ διαρκούσε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, αγγλικά και γαλλικά πλοία κατέπλευσαν στον Πειραιά επιβάλλοντας εμπράκτως κατοχή. Στόχος η εξάλειψη της ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα.
Αν η μία "ξένη" τσαλαπάτησε την αξιοπρέπεια των κατοίκων, η άλλη - η χολέρα - έγινε συνώνυμη του θανάτου. Μοναδική σωτηρία η φυγή. Με κάρα, ζώα ή τα πόδια.
"Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε οι Αθήναι, δεν έμειναν μέσα στην πόλη περισσότερες από οκτώ" γράφει ο Λυκούδης.
Ως μαύρη ημέρα, που σηματοδότησε τον καλπασμό της χολέρας, αναφέρεται η 21η Οκτωβρίου 1854.
Μπορεί, λοιπόν, να θεωρηθεί συμβατικά και ως ημερομηνία γέννησης μιας "φυλής" περιθωριακών ατόμων, τα οποία όμως επιδόθηκαν σε έργο κοινωφελές: έγιναν εκτάκτως νεκροθάφτες, καθώς οι "κανονικοί" είχαν "λακίσει", όπως επίσης και πλήθος δημόσιων λειτουργών.
Οι νεκροί έφθασαν τις 3.000 και οι ενταφιασμοί δεν γίνονταν πριν ριφθούν τα πτώματα σε λάκκους με ασβέστη. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, η προθυμία των "παρακατιανών" να αναλάβουν το μακάβριο έργο ήταν ευεργετική.
Στους ανθρώπους αυτούς δόθηκε το προσωνύμιο "Μόρτηδες", από το γαλλικό "mort" που σημαίνει νεκρός. Η λέξη "μόρτης" απέκτησε, έτσι, διττή σημασία. Αφορά τον τολμηρό, αλλά και τον παρία που δέχεται, αντί γλίσχρου αντιτίμου, να κάνει οτιδήποτε οι άλλοι θα αρνούνταν. Από το 1862 πολλοί περιθωριακοί τύποι της Αθήνας "αναβαθμίστηκαν". Έγιναν αποδέκτες επαγγελματικών προτάσεων εκ μέρους πολιτικάντηδων, οι οποίοι συχνά επισκέπτονταν, γι’ αυτό το λόγο, τα καφενεία του Ψυρρή. Οι προσληφθέντες "υπάλληλοι" αμείβονταν αρχικώς με κεράσματα, "χαρτζιλίκια" και δώρα. Εάν οι εργοδότες τους εκλέγονταν βουλευτές, οι ίδιοι αποκτούσαν προσβάσεις σε "καλές δουλειές". Έτσι έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους για την εκλογική επιτυχία των αφεντικών τους.
Τι ακριβώς έκανα; Στις απλούστερες περιπτώσεις παρίσταναν τους "αγνούς", αλλά με στεντόρεια φωνή, οπαδούς. Οι άτυχοι που δεν διέθεταν κατάλληλες φωνητικές χορδές, δεν είχαν ελπίδα να προσληφθούν , εξού και η ρήση "δεν κάνει ούτε για ζήτω" Δουλειά τους ήταν, επίσης, να ασκούν βία και τρομοκρατία σε βάρος πολιτικών αντιπάλων.
Οι δουλευταράδες αυτοί ονομάστηκαν "τραμπούκοι" διότι οι πολιτικάντηδες, εκτός από καφεδάκι, τους κέρναγαν και πούρα της φημισμένης κουβανέζικης φίρμας "rtabucos".
Πού να φανταστούν τέτοια μεγαλεία τα "παλικάρια" του Κωλέττη που είχαν "διαπρέψει" στις εκλογές του 1847.
Στο 'γκέτο" του Ψυρρή, από το 1870 εμφανίστηκαν οι "κουτσαβάκηδες".
Ο όρος κάλυπτε ευρύ φάσμα τύπων και δραστηριοτήτων: απλώς ευέξαπτοι παλικαράδες, πρωταγωνιστές σε συνεχή κρούσματα βαριάς εγκληματικότητας, "τραμπούκοι" εκβιαστές, προστάτες. Όλοι τούτοι ήσαν "κουτσαβάκηδες" εφόσον - πρώτον - δεν σήκωναν μύγα στο μαχαίρι τους και δεύτερον, ευθυγραμμίζονταν με συγκεκριμένους ενδυματολογικούς κώδικες: μακρύ μουστάκι, μυτερά παπούτσια με μύτες προς τα πάνω.
Κρεμάμενο μανίκι σακακιού, ώστε να προλάβουν να το τυλίξουν γύρω από το χέρι και να το μετατρέψουν σε ασπίδα, εάν κάποιος τους απειλούσε με μαχαίρι.
Η επικρατέστερη εκδοχή για το όνομά τους παραπέμπει στον Δημήτρη Κουτσαβάκη, έναν ευερέθιστο και επιθετικό δεκανέα ιππικού επί ΄Οθωνα.
Οι περιθωριακοί αυξάνονταν στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, κατά αναλογία του ίδιου του πληθυσμού: Το 1838, τέσσερα χρόνια μετά την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα και τη συνακόλουθη μετατροπή της σε ' Εδέμ", σε πόλο έλξης φτωχών, η Αθήνα διέθετε 16.588 κατοίκους.
Το 1889 κατοικούσαν 714.355 άνθρωποι!
Το 1893 ο αστυνομικός διευθυντής Μπαϊρακτάρης κήρυξε τον πασίγνωστο πόλεμο εναντίον των "κουτσαβάκηδων". Νίκησε, αλλά ο πόλεμος είχε προσωπικό happy end και για κάμποσους "κουτσαβάκηδες¨ ο Μπαϊρακτάρης τους ανέθεσε ρόλο "security" στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. Ήξερε να εναλλάσσει το "μαστίφιο" - ή μάλλον το ψαλίδι με το οποίο τους έκοβε μουστάκια, μανίκια και μύτες παπουτσιών - με το "καρότο".
Τους νταήδες πολλοί μίσησαν. Τις υπηρεσίες τους, όμως...