26 Μαρ 2009

Απόφαση Άρειου Πάγου για πτυχιακά επιδόματα

Συνάδελφοι, σας παρουσιάζουμε την απόφαση του Αρείου Πάγου (όπως μας την έστειλε συνάδελφος), βάσει της οποίας οι πτυχιούχοι ΑΤΕΙ τετραετούς φοίτησης δικαιώθηκαν.
Επιβεβαιώνεται δυστυχώς, ο φόβος μας πως η κοινή συμφωνία ανάμεσα στην διοίκηση και στην ΠΟΣΤ, (που σας είχαμε αναφέρει σε προηγούμενη ανάρτηση μας, με τίτλο συνεδρίαση Δ.Σ. ΠΟΣΤ 19/3/2009), μπαίνει εμπόδιο στην οριστική δικαίωση αυτών των συναδέλφων.
Μεγάλο παράπονο και ένα μεγάλο γιατί, διακατέχει τους συναδέλφους που δικαιώθηκαν από το δικαστήριο για τη θέση που πήρε η ΠΟΣΤ στο πρόβλημα τους.






Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 1718
Ετος: 2008
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 1718/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Θεμέλη, Ειρήνη Αθανασίου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη και Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΑ (ΕΛΤΑ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Παυλάτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Γράβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-12-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κoζάνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 63/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 96/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19-10-2007 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος, διάβασε την από 12-9-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναίρεσης.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το αρ. 16 παρ. 5 εδ. πρώτο του Συντάγματος η ανωτάτη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, κατά δε την παρ. 7 του ίδιου άρθρου η επαγγελματική και κάθε άλλη εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας 7 του άρθρου 16 αυτού, που ορίζει ότι η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, καθόσον κατ' ουδέν σημαίνει ούτε μπορεί να έχει ως συνέπεια την παράταση των σπουδών της ανώτερης βαθμίδας σε 4 έτη, ούτε καθιστά ισότιμα τα πτυχία των ΤΕΙ με εκείνα των ΑΕΙ εξομοιώνοντας τα δικαιώματα των αποφοίτων των σχολών της ανώτερης βαθμίδας με τα αντίστοιχα δικαιώματα των αποφοίτων των ΑΕΙ, αλλ' απλώς χορηγεί αυτού του ύψους (ποσοστού)επίδομα πτυχίου σε πτυχιούχους της αυτής διάρκειας μεταλυκειακών σπουδών. Στην προκείμενη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του (96/2007) δέχθηκε τα εξής: Οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι) εργάζονται στην εναγομένη (τώρα αναιρεσείουσα) ως μόνιμοι υπάλληλοι Δ1, Ε2 και Δ2 αντίστοιχα. Αυτοί είναι πτυχιούχοι ανώτερης σχολής της ημεδαπής τετραετούς φοίτησης και ειδικότερα της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές. Με τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις καθιερώνεται η διάκριση της ανώτατης από την ανώτερη επαγγελματική εκπαίδευση, από τις οποίες η πρώτη έχει ως αποστολή την προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης με την έρευνα και τη διδασκαλία, ενώ η δεύτερη αποσκοπεί στην μετάδοση ειδικών γνώσεων και εμπειριών κατάλληλων για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος. Εξειδικεύοντας ο κοινός νομοθέτης τους ορισμούς του Συντάγματος για την επαγγελματική εκπαίδευση προέβλεψε με το ν. 576/1977 την ίδρυση των Κέντρων Ανώτερης Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, τα οποία καταργήθηκαν με το αρ. 3 παρ. 1 του ν.1404/1983 που ίδρυσε τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ) και τα οργάνωσεν ως σχηματισμούς ης προβλεπόμενης από το αρ. 16 παρ. 7 του Συντάγματος ανώτερης εκπαίδευσης. Επακολούθησεν ο ν. 2916/2001, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 παρ. 12 περ. γ' (με τον οποίο προστέθηκε παράγραφος 3 στο άρ. 25 ν. 1404/1983) του οποίου προκύπτει ότι με το νόμο αυτόν ορίσθηκε η διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης που αποτελείται από δύο σαφώς διακρινόμενες μεταξύ τους παράλληλους τομείς, τον πανεπιστημιακό, που αποτελείται από όλα τα υφιστάμενα ΑΕΙ, και τον τεχνολογικό μη πανεπιστημιακό, που περιλαμβάνει τα ΤΕΙ. Η υπαγωγή των τελευταίων στην ανωτάτη εκπαίδευση συνδέθηκε με την συμμόρφωση προς τις αντίστοιχες συνταγματικές επιταγές, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την πλήρη αυτοδιοίκηση των ιδρυμάτων, το καθεστώς του ΕΠ των ΤΕΙ και τα θέματα σπουδών και δεν σκόπευε στην πλήρη εξομοίωση αυτών με τα ΑΕΙ. Έτσι ο χαρακτηρισμός πλέον των πτυχίων των ΤΕΙ ως βασικών τίτλων σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης (με την παρ. 3 του αρ. 25 ν.1404/1983, η οποία προστέθηκε με το άρ. 5 παρ. 12 περ. γ' του ν. 2916/2001) δεν συνεπάγεται και ισοτιμία αυτών με τα πτυχία των ΑΕΙ ιδιαίτερα ως προς τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων, με την έννοια τη δυνατότητας άσκησης από τους πτυχιούχους των ΤΕΙ όλων των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του συναφούς κλάδου, τις οποίες μπορούν ν' ασκήσουν οι πτυχιούχοι ΑΕΙ, και της διεκδίκησης των αποδοχών που προβλέπονται μόνο για τους τελευταίους. Τούτο, όμως δεν σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης δεν επιτρέπεται να προβλέψει την χορήγηση των αυτών μισθολογικών παροχών, όπως είναι τα διάφορα επιδόματα, στους πτυχιούχους ΑΕΙ και ΤΕΙ με βάση τα έτη των μεταλυκειακών σπουδών ανεξάρτητα από την ειδικότερη προέλευση των πτυχίων (ΑΕΙ ή ΤΕΙ), και ιδιαίτερα με ΣΣΕ, οι οποίες συνάπτονται ύστερα από διαπραγματεύσεις και με σύμπτωση της βούλησης των μερών ως προς τα ρυθμιζόμενα θέματα, το ζήτημα δε αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη της τυχόν διάρκειας των σπουδών στις σχολές του τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης (ΤΕΙ) πέραν της τριετίας. Εξάλλου στο κεφάλαιο Η' όρος Η1 παράγραφος 18 της από 3-6-2002 Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΣΣΕ) που συνήφθη μεταξύ της δημόσιας επιχείρησης με την επωνυμία "Ελληνικά Ταχυδρομεία" (ΕΛΤΑ), που λειτουργεί με την μορφή ανώνυμης εταιρείας, και των υπαλλήλων της ορίζονται τα εξής σχετικά με το επίδομα πτυχίου που δικαιούνται να λαμβάνουν: "1 Το επίδομα πτυχίου είναι ποσοστιαίο και υπολογίζεται στο κατεχόμενο κλιμάκιο και χρονοεπίδομα με ανώτατο όριο κλιμάκιο το 10ο. Το επίδομα πτυχίου χορηγείται στο μόνιμο προσωπικό όλων των κλάδων, που κατέχει πτυχία Ανωτέρων ή Ανωτάτων Σχολών της ημεδαπής ή του εξωτερικού καθώς και για τους πτυχιούχους επαγγελματικών σχολών του ΕΛΤΑ (Σχολές Βασικού Προσωπικού, Διετής) σύμφωνα με τα μεταλυκειακά έτη σπουδών ως εξής: α) 7% για 1 έτος μεταλυκειακών σπουδών β) 14% για 2 έτη μεταλυκειακών σπουδών γ) 19% για τρία έτη μεταλυκειακών σπουδών και δ) 24% για τέσσερα έτη μεταλυκειακών σπουδών". Με την μεταγενέστερη από 23-5-2003 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Προσωπικού ΕΛΤΑ ορίσθηκε στον όρο 1ο παράγραφο 8 αυτής ότι το ανώτατο κλιμάκιο επί του οποίου υπολογίζεται το πτυχιακό επίδομα είναι από την 1-2-2003 το 12ο μισθολογικό κλιμάκιο και ότι κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 18 του όρου Η1 της ως άνω από 3-6-2002 Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Προσωπικού ΕΛΤΑ. Όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο και την διατύπωση της ως άνω κανονιστικής διάταξης της παραγράφου 18 του όρου Η1 της από 3-6-2002 ΕΣΣΕ, που διατηρήθηκε σε ισχύ με τον όρο 1ο παράγραφο 8 της από 23-5-2003 μεταγενέστερης ΕΣΣΕ, προϋπόθεση χορήγησης επιδόματος πτυχίου στο προσωπικό των ΕΛΤΑ είναι η λήψη πτυχίου ανώτατης ή ανώτερης σχολής της ημεδαπής ή του εξωτερικού, το ποσοστό δε αυτού κλιμακώνεται ως άνω ανάλογα και σε συνάρτηση μόνο με την διάρκεια των μεταλυκειακών σπουδών, καθιερώνεται δηλ. για τον καθορισμό του ύψους του πτυχιακού επιδόματος ως μοναδικό κριτήριο ο αριθμός των ετών των μεταλυκειακών σπουδών ανεξάρτητα από το είδος του πτυχίου, στο οποίο αναφέρονται οι σπουδές αυτές, δηλ. αν αυτό είναι ανώτερης ή ανώτατης σχολής, αφού τέτοιο κριτήριο ουδόλως περιέχεται στην ως άνω διάταξη, όπως θα έπρεπε να γίνει, εάν αυτή ήταν η βούληση των μερών. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και δη στην παρ. του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΤΕΙ) Δυτικής Μακεδονίας, κατέχουν δε ο 1ος και η 3η από την 20-8-2004 και ο 2ος από την 22-9-2003 το πτυχίο της Διοικητικής Τεχνολογίας του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων της σχολής αυτής, παρά ταύτα, όμως, αν και οι ενάγοντες είναι κάτοχόι πτυχίου τετραετούς φοίτησης, η εναγομένη δεν χορηγεί σ' αυτούς επίδομα πτυχίου 24% επί του βασικού μισθού που αντιστοιχεί στο 12ο ΜΚ και στο χρονοεπίδομα, όπως δικαιούνται σύμφωνα με τις ως άνω από 3-6-2002 και 23-5-2003 ΕΣΣΕ, αλλά πτυχιακό επίδομα ποσοστού 19 % που αντιστοιχεί σε πτυχιούχους ανωτέρων και ανωτάτων σχολών, της ημεδαπής ή του εξωτερικού, τριετούς φοίτησης. Στη συνέχεια το δικαστήριο της ουσίας ερμηνεύοντας τις ως άνω κανονιστικής φύσεως ΕΣΣΕ έκρινε ότι οι από 3-6-2002 και 23-5-2003 ΕΣΣΕ ορίζουν ως μοναδικό κριτήριο του ύψους του χορηγουμένου επιδόματος τον αριθμό των ετών των μεταλυκειακών σπουδών ανεξαρτήτως του είδους του πτυχίου, στο οποίο αναφέρονται οι σπουδές αυτές, εάν δηλ. αυτό είναι ανώτερης ή ανώτατης σχολής, θεωρώντας για τον λόγο αυτόν ως μη ουσιώδη τον ισχυρισμό της εναγομένης (αναιρεσείουσας) ότι χορηγεί επίδομα πτυχίου ποσοστού 24% μόνο σε πτυχιούχους Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ) επειδή κατ' αρ. 16 παρ. 7 του Συντάγματος η τεχνολογική εκπαίδευση παρέχεται από σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, με βάση δε τις παραδοχές αυτές απέρριψε έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου που είχε κάνει δεκτή την αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατ' αυτής για την καταβολή της διαφοράς μεταξύ καταβλητέου, ποσοστού 24%, και καταβαλλομένου, ποσοστού 19 % επιδόματος πτυχίου.

Με την κρίση του αυτή το Πολυμελές Πρωτοδικείου ορθώς και σύμφωνα με το Σύνταγμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω κανονιστικές διατάξεις των προαναφερόμενων ΕΣΣΕ και επομένως πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι και οι πέντε λόγοι αναίρεσης, ουσιαστικά όμοιοι κατά το κύριο περιεχόμενο τους, με τους οποίους αποδίδεται η από το αρ. 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα και σε αντίθεση με το Σύνταγμα τις ως άνω κανονιστικές διατάξεις, λαμβάνοντας υπόψη ως κριτήριο χορήγησης επιδόματος πτυχίου 24% μόνο την διάρκεια των μεταλυκειακών σπουδών, την οποία έπρεπε να θεωρήσει ενδεικτική απλώς του επιπέδου σπουδών, και όχι και το είδος του πτυχίου (ανώτερης ή ανώτατης σχολής), και μη λαμβάνοντας υπόψη την προφανή ratio αυτών και σε αντίθεση με την πραγματική βούληση των συμβληθέντων μερών. Οι αυτοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι κατά τα σκέλη τους, με τα οποία προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αιτιάσεις ότι περιέχει ελλιπείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες (λόγος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. άπαντες), ότι δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (από τον αρθρ. 8 του ως άνω άρθρου -2ος) και ότι περιέχει αντιφατικές διατάξεις (από τον αριθ. 17 του ίδιου άρθρου -3ος), καθόσον κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατ' αποφάσεων των Ειρηνοδικείων δεν επιτρέπεται αναίρεση για τους λόγους αυτούς (άρ 560 Κ.Πολ.Δ).

Επομένως και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί o αναιρεσείων στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρ. 176, 183, 189, 191 Κ.Πολ.Δ, 99 επ. Κώδικα περί Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Οργανισμού "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΑ" για την αναίρεση της 96/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1200) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2008. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ