Με καθυστέρηση 1,5 και πλέον έτους (19 μήνες για την ακρίβεια) η
Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δημοσίευσε σήμερα την αρκετά
«σκληρή» για τους εργαζομένους απόφαση με την οποία έκρινε
αντισυνταγματικό το Μνημόνιο ΙΙ...
(νόμος 4046/2012) μόνο κατά το σκέλος εκείνο με το οποίο καταργείται η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία.Όλα τα άλλα μέτρα που προβλέφθηκαν σε βάρος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα από το Μνημονίου ΙΙ, όπως είναι η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά 22% και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών, η κατάργηση του επιδόματος γάμου, η κατάργηση της υπογραφής των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (κατώτερες αποδοχές) μετά από διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων (ΣΕΒ-ΓΕΣΕΕ), η λεγόμενη «μετενέργεια», κ.λπ., κρίθηκαν από την Ολομέλεια του ΣτΕ συνταγματικά, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Οι δικαστές απέρριψαν ως αβάσιμους για «λόγους υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος» όλους τους ισχυρισμούς της Γ.Σ.Ε.Ε., της Ο.Τ.Ο.Ε., των άλλων Οργανώσεων, κ.λπ. που είχαν προσφύγει στο ΣτΕ, εκτός από αυτούς που αφορούν την διαιτησία.
Το Μνημόνιο ΙΙ είναι συμπληρωματικό του μνημονίου Ι (νόμος 3845/2010) το οποίο κρίθηκε νόμιμο με την υπ΄ αριθμ. 668/2012 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ. Στην Ολομέλεια του 2012 συμμετείχαν 55 σύμβουλοι Επικρατείας και τώρα στον Μνημόνιο ΙΙ συμμετείχαν 31.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με μία απόφαση 60 σελίδων (2307/2014) αποφάνθηκε ότι είναι αντισυνταγματική (αντίθετη στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του Συντάγματος) η κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (νόμοι 1876/1990 και 3899/2010) για την επίλυση εργασιακών θεμάτων (αύξηση αποδοχών, επιδόματα, άδειες, αργίες, κ.λπ.).
Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι το άρθρο 3 της Π.Υ.Σ. 6/2012 με το οποίο ορίσθηκε ότι «η προσφυγή στην διαιτησία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση συμφωνία των μερών, αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του Συντάγματος και ως εκ τούτου είναι ακυρωτέα».
Παράλληλα, με την απόφαση του ΣτΕ επανήλθε η διαιτησία στο παλαιό νομοθετικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίοι μπορούσαν να πηγαίνουν στην διαιτησία προς επίλυση όλα τα θέματα των εργασιακών σχέσεων και όρων (μισθοί, επιδόματα, άδειες, κ.λπ.). Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν αντισυνταγματική τη ρύθμιση τόσο της Π.Υ.Σ. 6/2012, όσο και του νόμου 3899/2010 που περιόριζε τη διαιτησία αποκλειστικά μόνο στον καθορισμό του βασικού μισθού και ημερομισθίου.
Η διαιτησία είναι ένας ο μηχανισμός επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Στη διαιτησία (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας) μπορεί να προσφύγει είτε η πλευρά των εργαζομένων (συνδικαλιστικές οργανώσεις) είτε η πλευρά των εργοδοτών, αφού αποτύχουν οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας, που αρχίζουν, κατά κανόνα, μετά τη λήξη ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Μπορεί όμως και μονομερώς να προσφύγει μια από τις δύο πλευρές, χωρίς τη συναίνεση της άλλης.
Επίσης, στη διαιτησία του Ν. 1876/1990 μπορεί να οδηγηθούν όλες οι διαφορές που προκύπτουν από επιχειρησιακές, κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όπως είναι μισθολογικές διαφορές, η χορήγηση επιδομάτων, κ.ά.
Με άλλα λόγια με την προϊσχύουσα νομοθεσία, αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων δεν κατέληγαν σε κοινή συμφωνία, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη είχε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τη διαδικασία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς ώστε να ρυθμιστούν οι όροι αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, είτε του κλάδου, τον οποίο αφορούσε η διαφορά, είτε του συνόλου των εργαζομένων, αν αντικείμενο της διαφοράς ήταν η σύναψη εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Με την 6/2012 Π.Υ.Σ. καταργήθηκε η δυνατότητα αυτή έτσι ώστε, σε περίπτωση κατά την οποία η συλλογική διαφορά δεν κατέληγε σε συμφωνία, δεν υπήρχε δυνατότητα να επιβληθούν γενικοί όροι εργασίας, υποχρεωτικοί για τους εργοδότες. Η ακύρωση της σχετικής διάταξης της Π.Υ.Σ. έχει ως συνέπεια να επανέρχεται σε ισχύ το παλαιότερο καθεστώς ως προς το θέμα αυτό.
Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3 της 6/2012 Π.Ν.Π. προβλέπει ρητά ότι «από 14.2.2012 η προσφυγή στη διαιτησία γίνεται αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών». Επίσης, προβλέπεται ότι οι «προσφυγές που έχουν κατατεθεί στον Ο.Μ.Ε.Δ. μέχρι 28.2.2012 και δεν έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση, αν μεν έχουν κατατεθεί μονομερώς δεν συζητούνται και τίθενται στο αρχείο, ενώ αν έχουν κατατεθεί με κοινή συμφωνία των μερών κρίνονται».
Να σημειωθεί ότι με βάση τον Ν. 4093/2012 που ακολούθησε, το λεγόμενο και Μνημόνιο ΙΙΙ (πρόκειται για το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής), οι κατώτατες αποδοχές δεν καθορίζονται πλέον από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις εργοδοτικές οργανώσεις (Σ.Ε.Β., Γ.Σ.Β.Ε.Ε., Ε.Σ.Ε.Ε.) και την Γ.Σ.Ε.Ε., αλλά με νόμο.
Εξάλλου, με το Μνημόνιο ΙΙΙ καταργήθηκε μετά το 2012 το επίδομα γάμου το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του κατώτατου μισθού που καθοριζόταν με την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, ενώ «πάγωσε» και το επίδομα τριετιών (ωρίμανσης).
Στις 7 Δεκεμβρίου 2012 συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ. Πρόεδρος ήταν ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος, εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Ηρακλής Τσακόπουλος και συμμετείχαν συνολικά 31 δικαστές. Εξ΄ αυτών, δύο ήταν αντιπρόεδροι (Αθανάσιος Ράντος και Δημοσθένης Πετρούλιας), τρεις ήταν πάρεδροι χωρίς δικαίωμα ψήφου και δύο σύμβουλοι Επικρατείας ήταν αναπληρωματικοί. Τον Απρίλιο του 2013 πραγματοποιήθηκε η διάσκεψη των δικαστών κεκλεισμένων των θυρών. Η υπόθεση έμεινε στα χέρια του εισηγητή 19 μήνες και σήμερα δημοσιεύθηκε η επίμαχη απόφαση.
Ως προς το θέμα της διαιτησίας έχει υποστηριχθεί στις αιτήσεις ακύρωσης ότι η κατάργησή της παραβιάζει το άρθρο 22 του Συντάγματος, τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και την Ε.Σ.Δ.Α., καθώς επέρχεται η καταστροφή του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και οδηγούνται οι εργαζόμενοι στη σύναψη ατομικών συμβάσεων εργασίας, με όποιες συνέπειες αυτό συνεπάγεται.
Στις προσφυγές τους υποστήρζαν ότι τόσο το Μνημόνιο ΙΙ όσο και η εφαρμοστική αυτού υπ' αριθμ. 6/28.2.2012 πράξη του υπουργικού συμβουλίου παραβιάζουν τα άρθρα 22, 23 (προστασία της εργασίας και της συνδικαλιστικής ελευθερίας), 26 (οργάνωση των τριών λειτουργιών) και 43 (προϋποθέσεις έκδοσης Προεδρικών Διαταγμάτων) του Συντάγματος, καθώς επεμβαίνουν καταργητικά στις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και δυσχεραίνουν ανυπέρβλητα το πλαίσιο διευθέτησης των συλλογικών διαφορών εργασίας, και ειδικά μέσω της πλήρους λειτουργικής αποδυνάμωσης του θεσμού της διαιτησίας.
Επίσης, υποστηρίχθηκε στις προσφυγές ότι παραβιάζεται και το άρθρο 5 του Συντάγματος (ελευθερία συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας), καθώς τα νέα νομοθετικά μέτρα επεμβαίνουν σε συμβατικούς όρους που «συμφωνήθηκαν μεταξύ ιδιωτών πριν από δεκαετίες, σε επιχειρήσεις αμιγώς ιδιωτικές, που μπορεί να είναι και απολύτως υγιείς και κερδοφόρες και μάλιστα χωρίς καν την επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος». Η παρέμβαση όμως αυτή, υποστηρίχθηκε ότι υπερβαίνει κάθε αναγκαίο μέτρο, κάθε έννοια αναλογικότητας και θίγει ευθέως στον πυρήνα του το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της οικονομικής ελευθερίας.
Τέλος, έλεγαν στις προσφυγές τους ότι το Μνημόνιο ΙΙ αντίκειται στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο προστατεύει την περιουσία (στην έννοια της οποίας περιλαμβάνονται και οι αποδοχές των εργαζομένων), στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 87, 98 και 154, καθώς και σε Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πηγή:http://www.protothema.gr
(νόμος 4046/2012) μόνο κατά το σκέλος εκείνο με το οποίο καταργείται η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία.Όλα τα άλλα μέτρα που προβλέφθηκαν σε βάρος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα από το Μνημονίου ΙΙ, όπως είναι η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά 22% και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών, η κατάργηση του επιδόματος γάμου, η κατάργηση της υπογραφής των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (κατώτερες αποδοχές) μετά από διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων (ΣΕΒ-ΓΕΣΕΕ), η λεγόμενη «μετενέργεια», κ.λπ., κρίθηκαν από την Ολομέλεια του ΣτΕ συνταγματικά, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Οι δικαστές απέρριψαν ως αβάσιμους για «λόγους υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος» όλους τους ισχυρισμούς της Γ.Σ.Ε.Ε., της Ο.Τ.Ο.Ε., των άλλων Οργανώσεων, κ.λπ. που είχαν προσφύγει στο ΣτΕ, εκτός από αυτούς που αφορούν την διαιτησία.
Το Μνημόνιο ΙΙ είναι συμπληρωματικό του μνημονίου Ι (νόμος 3845/2010) το οποίο κρίθηκε νόμιμο με την υπ΄ αριθμ. 668/2012 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ. Στην Ολομέλεια του 2012 συμμετείχαν 55 σύμβουλοι Επικρατείας και τώρα στον Μνημόνιο ΙΙ συμμετείχαν 31.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με μία απόφαση 60 σελίδων (2307/2014) αποφάνθηκε ότι είναι αντισυνταγματική (αντίθετη στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του Συντάγματος) η κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (νόμοι 1876/1990 και 3899/2010) για την επίλυση εργασιακών θεμάτων (αύξηση αποδοχών, επιδόματα, άδειες, αργίες, κ.λπ.).
Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι το άρθρο 3 της Π.Υ.Σ. 6/2012 με το οποίο ορίσθηκε ότι «η προσφυγή στην διαιτησία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση συμφωνία των μερών, αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του Συντάγματος και ως εκ τούτου είναι ακυρωτέα».
Παράλληλα, με την απόφαση του ΣτΕ επανήλθε η διαιτησία στο παλαιό νομοθετικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίοι μπορούσαν να πηγαίνουν στην διαιτησία προς επίλυση όλα τα θέματα των εργασιακών σχέσεων και όρων (μισθοί, επιδόματα, άδειες, κ.λπ.). Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν αντισυνταγματική τη ρύθμιση τόσο της Π.Υ.Σ. 6/2012, όσο και του νόμου 3899/2010 που περιόριζε τη διαιτησία αποκλειστικά μόνο στον καθορισμό του βασικού μισθού και ημερομισθίου.
Η διαιτησία είναι ένας ο μηχανισμός επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Στη διαιτησία (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας) μπορεί να προσφύγει είτε η πλευρά των εργαζομένων (συνδικαλιστικές οργανώσεις) είτε η πλευρά των εργοδοτών, αφού αποτύχουν οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας, που αρχίζουν, κατά κανόνα, μετά τη λήξη ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Μπορεί όμως και μονομερώς να προσφύγει μια από τις δύο πλευρές, χωρίς τη συναίνεση της άλλης.
Επίσης, στη διαιτησία του Ν. 1876/1990 μπορεί να οδηγηθούν όλες οι διαφορές που προκύπτουν από επιχειρησιακές, κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όπως είναι μισθολογικές διαφορές, η χορήγηση επιδομάτων, κ.ά.
Με άλλα λόγια με την προϊσχύουσα νομοθεσία, αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων δεν κατέληγαν σε κοινή συμφωνία, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη είχε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τη διαδικασία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς ώστε να ρυθμιστούν οι όροι αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, είτε του κλάδου, τον οποίο αφορούσε η διαφορά, είτε του συνόλου των εργαζομένων, αν αντικείμενο της διαφοράς ήταν η σύναψη εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Με την 6/2012 Π.Υ.Σ. καταργήθηκε η δυνατότητα αυτή έτσι ώστε, σε περίπτωση κατά την οποία η συλλογική διαφορά δεν κατέληγε σε συμφωνία, δεν υπήρχε δυνατότητα να επιβληθούν γενικοί όροι εργασίας, υποχρεωτικοί για τους εργοδότες. Η ακύρωση της σχετικής διάταξης της Π.Υ.Σ. έχει ως συνέπεια να επανέρχεται σε ισχύ το παλαιότερο καθεστώς ως προς το θέμα αυτό.
Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3 της 6/2012 Π.Ν.Π. προβλέπει ρητά ότι «από 14.2.2012 η προσφυγή στη διαιτησία γίνεται αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών». Επίσης, προβλέπεται ότι οι «προσφυγές που έχουν κατατεθεί στον Ο.Μ.Ε.Δ. μέχρι 28.2.2012 και δεν έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση, αν μεν έχουν κατατεθεί μονομερώς δεν συζητούνται και τίθενται στο αρχείο, ενώ αν έχουν κατατεθεί με κοινή συμφωνία των μερών κρίνονται».
Να σημειωθεί ότι με βάση τον Ν. 4093/2012 που ακολούθησε, το λεγόμενο και Μνημόνιο ΙΙΙ (πρόκειται για το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής), οι κατώτατες αποδοχές δεν καθορίζονται πλέον από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις εργοδοτικές οργανώσεις (Σ.Ε.Β., Γ.Σ.Β.Ε.Ε., Ε.Σ.Ε.Ε.) και την Γ.Σ.Ε.Ε., αλλά με νόμο.
Εξάλλου, με το Μνημόνιο ΙΙΙ καταργήθηκε μετά το 2012 το επίδομα γάμου το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του κατώτατου μισθού που καθοριζόταν με την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, ενώ «πάγωσε» και το επίδομα τριετιών (ωρίμανσης).
Η διαδρομή της υπόθεσης
Τον Ιανουάριο του 2012 είχαν προσφύγει ΣτΕ μεταξύ των άλλων, η Γ.Σ.Ε.Ε., η Ο.Τ.Ο.Ε., η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.Σ.Υ.), Σύλλογοι τραπεζοϋπαλλήλων (Γενικής Τραπέζης Ελλάδος, Τράπεζας Αττικής και στη Marfin-Εγνατία Τράπεζα), καθώς και άλλα σωματεία εργαζομένων.Στις 7 Δεκεμβρίου 2012 συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ. Πρόεδρος ήταν ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος, εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Ηρακλής Τσακόπουλος και συμμετείχαν συνολικά 31 δικαστές. Εξ΄ αυτών, δύο ήταν αντιπρόεδροι (Αθανάσιος Ράντος και Δημοσθένης Πετρούλιας), τρεις ήταν πάρεδροι χωρίς δικαίωμα ψήφου και δύο σύμβουλοι Επικρατείας ήταν αναπληρωματικοί. Τον Απρίλιο του 2013 πραγματοποιήθηκε η διάσκεψη των δικαστών κεκλεισμένων των θυρών. Η υπόθεση έμεινε στα χέρια του εισηγητή 19 μήνες και σήμερα δημοσιεύθηκε η επίμαχη απόφαση.
Τι υποστήριζαν
Οι προσφεύγοντες ζητούσαν να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 6/28.2.2012 πράξη του υπουργικού συμβουλίου, με την οποία (κατ' επιταγήν του Μνημονίου ΙΙ) καταργείται η προστασία των εργαζομένων από τις απολύσεις, επέρχονται επιπτώσεις σε βάρος των εργαζομένων μετά τη λήξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (η λεγόμενη «μετενέργεια»), καταργείται ουσιαστικά η διαιτησία που καθιερώθηκε με τον Ν. 1876/1990, μειώνεται ο κατώτατος μισθός κατά 22% και για τους νέους κάτω των 25 ετών κατά 32% κ.ά.Ως προς το θέμα της διαιτησίας έχει υποστηριχθεί στις αιτήσεις ακύρωσης ότι η κατάργησή της παραβιάζει το άρθρο 22 του Συντάγματος, τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και την Ε.Σ.Δ.Α., καθώς επέρχεται η καταστροφή του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και οδηγούνται οι εργαζόμενοι στη σύναψη ατομικών συμβάσεων εργασίας, με όποιες συνέπειες αυτό συνεπάγεται.
Στις προσφυγές τους υποστήρζαν ότι τόσο το Μνημόνιο ΙΙ όσο και η εφαρμοστική αυτού υπ' αριθμ. 6/28.2.2012 πράξη του υπουργικού συμβουλίου παραβιάζουν τα άρθρα 22, 23 (προστασία της εργασίας και της συνδικαλιστικής ελευθερίας), 26 (οργάνωση των τριών λειτουργιών) και 43 (προϋποθέσεις έκδοσης Προεδρικών Διαταγμάτων) του Συντάγματος, καθώς επεμβαίνουν καταργητικά στις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και δυσχεραίνουν ανυπέρβλητα το πλαίσιο διευθέτησης των συλλογικών διαφορών εργασίας, και ειδικά μέσω της πλήρους λειτουργικής αποδυνάμωσης του θεσμού της διαιτησίας.
Επίσης, υποστηρίχθηκε στις προσφυγές ότι παραβιάζεται και το άρθρο 5 του Συντάγματος (ελευθερία συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας), καθώς τα νέα νομοθετικά μέτρα επεμβαίνουν σε συμβατικούς όρους που «συμφωνήθηκαν μεταξύ ιδιωτών πριν από δεκαετίες, σε επιχειρήσεις αμιγώς ιδιωτικές, που μπορεί να είναι και απολύτως υγιείς και κερδοφόρες και μάλιστα χωρίς καν την επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος». Η παρέμβαση όμως αυτή, υποστηρίχθηκε ότι υπερβαίνει κάθε αναγκαίο μέτρο, κάθε έννοια αναλογικότητας και θίγει ευθέως στον πυρήνα του το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της οικονομικής ελευθερίας.
Τέλος, έλεγαν στις προσφυγές τους ότι το Μνημόνιο ΙΙ αντίκειται στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο προστατεύει την περιουσία (στην έννοια της οποίας περιλαμβάνονται και οι αποδοχές των εργαζομένων), στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 87, 98 και 154, καθώς και σε Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πηγή:http://www.protothema.gr