21 Οκτ 2014

Το υπουργείο Εργασίας ακυρώνει τις αυξήσεις που αποφάσισε ο ΟΜΕΔ

Της Μαίρης Λαμπαδίτη
Ανοίγει την πόρτα και κλείνει το παράθυρο του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) η τροπολογία του υπουργείου Εργασίας, η οποία ορθώνει ανυπέρβλητα εμπόδια στη διαδικασία έκδοσης ....
διαιτητικών αποφάσεων. Η τροπολογία επαναφέρει μεν τη δυνατότητα των σωματείων να προσφεύγουν μονομερώς στη διαιτησία καθώς η απαγόρευσή της κρίθηκε αντισυνταγματική από το ΣτΕ, προβλέπει όμως τη δυνατότητα έφεσης επί της αρχικής απόφασης ή και προσφυγή στη Δικαιοσύνη, ενώ «καθοδηγεί» ουσιαστικά τους μεσολαβητές να μην αποφασίζουν μισθολογικές αυξήσεις. Πρακτικά, ακόμα κι αν οι εργαζόμενοι έχουν θετική απόφαση στα χέρια τους από τον ΟΜΕΔ, ο εργοδότης βάσει της τροπολογίας μπορεί να ασκήσει έφεση καταβάλλοντας εν τω μεταξύ με ατομική σύμβαση ό,τι μισθό επιθυμεί, ακόμα και μικρότερο από τον βασικό.
Για παράδειγμα, οι τεχνικοί ραδιοφωνίας ήταν από τις πρώτες ομάδες που προσέφυγαν στη διαιτησία μετά την απόφαση του ΣτΕ διεκδικώντας την υπογραφή συλλογικής σύμβασης. Ο ΟΜΕΔ δικαίωσε τους εργαζομένους υποχρεώνοντας τα μέλη της Ενωσης Ιδιοκτητών Ραδιοφωνικών Σταθμών Αθηνών (για να μην έχουν ποινικές κυρώσεις) να υπογράψουν κλαδική συλλογική σύμβαση η οποία προβλέπει αναπροσαρμογή του βασικού μισθού στα 1.010 ευρώ.  Αυτό σήμαινε ότι ο εισαγωγικός μισθός των τεχνικών ουσιαστικά θα διπλασιαζόταν, καθώς βρίσκονταν από το 2009 στον αέρα χωρίς σύμβαση, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι από αυτούς να αμείβονται με τον κατώτερο μισθό των 510 και 586 ευρώ.
Ωστόσο ο ενθουσιασμός του συγκεκριμένου κλάδου εργαζομένων δεν διήρκεσε παραπάνω από έναν μήνα, αφού η προωθούμενη τροπολογία έχει αναδρομική ισχύ.
Τα ίδια εμπόδια θα συναντήσουν και οι σύλλογοι εργαζομένων που πήραν σειρά για μονομερή προσφυγή, όπως οι εργαζόμενοι στις μικρές κλινικές και τα διαγνωστικά κέντρα, στην αργυροχρυσοχοΐα, στον συνεταιρισμό ΕΚΑΠ, στην Αγροτική και Εθνική Ασφαλιστική, καθώς και στην πρώην Αγροτική Τράπεζα. Αν ψηφιστεί η τροπολογία την οποία η ΓΣΕΕ επικρίνει ως αντισυνταγματική και ζητεί να αποσυρθεί, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση 10 ημέρες μετά τη δημοσίευση του νέου νόμου. Να σημειώσουμε ότι η έφεση θα εκδικαστεί ενώπιον πλειοψηφίας δικαστών εκτός ΟΜΕΔ, δηλαδή προσώπων που θα κρίνουν με αυστηρότερα κριτήρια, αυξάνοντας τις πιθανότητες ακύρωσης της αρχικής απόφασης.
Το «φιλτράρισμα», όμως, δεν σταματάει στην επιτροπή. Ο εργοδότης μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια φτάνοντας ως τον Αρειο Πάγο. Εν τω μεταξύ, στη διάρκεια της χρονοβόρας διαδικασίας, που μπορεί να διαρκέσει και χρόνια, χιλιάδες εργαζόμενοι -κυρίως οι νεοπροσλαμβανόμενοι- θα παραμένουν όμηροι των ατομικών συμβάσεων. Μία ακόμα ρήτρα που θέτει η τροπολογία είναι η υποχρέωση να διατηρούνται σε ισχύ μόνο όσοι όροι άλλων συλλογικών συμβάσεων επιλέγονται ρητά στη διαιτητική απόφαση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δημιουργούνται εργαζόμενοι πολλών ταχυτήτων. Οι νεοπροσλαμβανόμενοι με ατομικές συμβάσεις που θα προβλέπουν συμπιεσμένες αμοιβές, οι παλιοί με ατομική σύμβαση και οι παλιοί που καλύπτονται από τους όρους προηγούμενων συλλογικών συμβάσεων, οι οποίοι θεωρητικά είναι πιο ευνοημένοι. Γιατί πρακτικά, προκειμένου να μην απολυθούν, θα πιεστούν να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις με χαμηλότερες αμοιβές.
Το τρίτο «φίλτρο» που θέτει η τροπολογία είναι ότι δεν επιτρέπει εν λευκώ στους διαιτητές να αποφασίζουν για μισθολογικές αυξήσεις, αλλά θέτει περιορισμούς, όπως η προσαρμογή των αποδοχών στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, το μοναδιαίο κόστος εργασίας και η εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης (στοιχεία για τα οποία δεν υπάρχουν αξιόπιστες μελέτες και μετρήσεις). Είναι προφανές ότι οι διαιτητές «καθοδηγούνται» να παίρνουν δεσμευτικά υπόψη τους τα πραγματικά ή επικαλούμενα από τον εργοδότη αρνητικά οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης.
«Η κυβέρνηση με την τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή επιχειρεί να απονεκρώσει τον ΟΜΕΔ θέτοντας σοβαρά διαδικαστικά και ουσιαστικά εμπόδια», επισημαίνει ο κ. Δημήτρης Περπατάρης, δικηγόρος-εργατολόγος, και συνεχίζει: «Η απόφαση του ΣτΕ καταστρατηγείται και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ξαναπαγώνουν. Οι όποιες θετικές συλλογικές ρυθμίσεις θα ανασταλούν και οι εργαζόμενοι θα ταλαιπωρούνται με μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες, ενώ οι νεοπροσλαμβανόμενοι πάντα θα εξαιρούνται και θα αποτελούν τη φθηνή λύση αντικατάστασης των εργαζομένων με προϋπηρεσία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για επιστροφή στο προ 1876/1990 καθεστώς, δηλαδή πριν από τη ρύθμιση της οικουμενικής κυβέρνησης Τζαννετάκη που κατοχύρωσε τον θεσμό της συλλογικής διαπραγμάτευσης».

Πηγή: newmoney.gr