ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΜΙΣΘΩΝ, ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ, ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ ΔΕΝ ΕΦΕΡΑΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ να βρίσκεται στον
έκτο χρόνο της ύφεσης και στον πέμπτο χρόνο δημοσιονομικής και
οικονομικής προσαρμογής, είναι φανερό πως το νέο αναπτυξιακό πρότυπο που
εισήγαγαν οι πολιτικές λιτότητας κυριολεκτικά απέτυχε. ....
Αυτό είχε ως συνέπεια οι δύο πυλώνες του νέου παραγωγικού μοντέλου, δηλαδή οι εξαγωγές κι οι επενδύσεις, να μην μπορέσουν να σύρουν την οικονομία έξω από το τούνελ της ύφεσης. Κι απ' ό,τι φαίνεται δεν θα το πετύχουν ούτε τη διετία 2014-15, παρά τις αντίθετες κι εξ επαγγέλματος φύσει αισιόδοξες προβλέψεις διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ. Δύο είναι κατ' εκτίμηση οι αιτίες της αποτυχίας αυτής:
Πρώτον, εφαρμόστηκε ο τυφλοσούρτης του γερμανικού μοντέλου που, ξεκινώντας από την αρχική επιτυχή ενσωμάτωση της Αν. Ευρώπης στον γερμανικό εξαγωγικό καταμερισμό εργασίας, επιδίωξε να τον επεκτείνει σε όλες τις περιφερειακές χώρες της Ευρώπης, καθιστώντας τις οικονομίες πολύ φθηνού εργατικού κόστους. Με την άγρια λιτότητα, αυτό το πέτυχε στην περίπτωση της Ελλάδας σε μεγάλο βαθμό.
Εργατικό κόστος
Κι επειδή με τις περικοπές μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και τις επιβολές φόρων μειώθηκε δραστικά η συνολική ζήτηση, η πολιτική αυτή πιστώθηκε τη μείωση των δίδυμων ελλειμμάτων (πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα, θετικό ισοζύγιο πληρωμών). Η εξέλιξη αυτή ταυτίστηκε με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και βιαστικά ερμηνεύτηκε ως πρόδρομος της οικονομικής ανάκαμψης.
Αποδείχθηκε, όμως, πως δεν είναι έτσι. Γιατί τα κέρδη ανταγωνιστικότητας ήταν περιορισμένα, κυρίως στο μέτωπο του κόστους εργασίας και για μια σειρά λόγους σχετικούς με τη μεταρρυθμιστική ολιγωρία (βλ. κυριαρχία ολιγοπωλιακών καταστάσεων, έλλειψη ανταγωνισμού, απουσία αναπτυξιακών πολιτικών όπως και τεχνολογικών, θεσμικών και οργανωτικών καινοτομιών ικανών να αυξήσουν την παραγωγικότητα, συρρίκνωση ΠΔΕ κ.ά.) δεν πέρασαν στο πεδίο των τελικών τιμών κατανάλωσης όπου κρίνεται η μάχη της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών.
Δεύτερον, δεν αξιολογήθηκε καθόλου σωστά η τρέχουσα διεθνής οικονομική κρίση, αλλά θεωρήθηκε πως οι πολιτικές τόνωσης της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και διάσωσης ορισμένων υπερχρεωμένων χωρών αρκούσαν για να ευνοηθούν μεσοπρόθεσμα από την άνοδο της εξωτερικής ζήτησης.
Αποδείχθηκε πως η κρίση δεν ήταν μία απλά κυκλική ύφεση κατά τι μεγαλύτερη από τις προηγούμενες, αλλά μία παγκόσμια δομική κρίση με πλεονάζουσα παραγωγική ισχύ στην πραγματική οικονομία και γενικευμένη υπερχρέωση (βλ. φούσκα δανείων) στη χρηματοπιστωτική σφαίρα.
Σε συνθήκες περιορισμού του τραπεζικού δανεισμού και περιστολής των δημοσίων ελλειμμάτων όμως δεν υπάρχει η απαραίτητη ζήτηση. Κι όταν όλοι στρέφονται -κατά το άλλοτε πετυχημένο γερμανικό πρότυπο- στις εξαγωγές, φυσιολογικό είναι ο ανταγωνισμός να είναι τόσο σκληρός που να μην αφήνει σοβαρά αναπτυξιακά περιθώρια.
Πολύ περισσότερο αν στηρίζεται μόνο στο χαμηλό κόστος εργασίας όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η υποστολή της σημαίας των μεταρρυθμίσεων δεν επέτρεψε ουσιαστικά κέρδη παραγωγικότητας ή/και μείωση του ενεργειακού κόστους κι ενώ δεν υπήρχε δυνατότητα αξιοποίησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας όπως υπέδειξε η σχετική μελέτη της Boston Consulting Group (BCG), υπογραμμίζοντας τους τρεις άλλους παράγοντες βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας πέραν των μισθών.
Με άλλα λόγια, τα Μνημόνια προσανατόλισαν μονομερώς την προσαρμογή της οικονομίας στο ήδη ξεπερασμένο από τον διεθνή ανταγωνισμό ανατολικοευρωπαϊκό πρότυπο εξαγωγών με βάση το φθηνό κόστος μισθών -παροξύνοντας το κενό παραγωγικής βάσης της χώρας- την ίδια ώρα που άλλες χώρες αποκόμιζαν κέρδη ανταγωνιστικότητας σχεδιάζοντας βελτιώσεις παραγωγικότητας και φθηνής ενεργειακής τροφοδοσίας.
Οπως διαπιστώνουμε στους πίνακες την περίοδο 2009-2013 υπέστη συγκριτικά τη μεγαλύτερη μείωση μισθών και τη μεγαλύτερη (σχεδόν διπλάσια) ελάφρυνση από πλευράς κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ευρωζώνη. Ωστόσο, το όφελος που αποκόμισε με όρους πραγματικής ανταγωνιστικότητας τελικών τιμών κατανάλωσης ήταν το μισό αυτού της Ευρωζώνης (-5% έναντι -10,6% αντίστοιχα).
Η εξέλιξη αυτή δεν επέτρεψε στην Ελλάδα το διάστημα 2009-2013 να αυξήσει τον όγκο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της (αντίθετα μειώθηκε 14,9%), την ίδια περίοδο που οι εξαγωγικές αγορές της χώρας επεκτείνονταν κατά 10,5%. Ως αποτέλεσμα της διττής και αντίστροφης αυτής εξέλιξης, η εξαγωγική απόδοση (export performance) της ελληνικής οικονομίας γνώρισε ελεύθερη πτώση κατά 23% περίπου όταν των ανταγωνιστριών μας χωρών βελτιωνόταν (της Ιρλανδίας 2,6%, της Πορτογαλίας 11% και της Ισπανίας 8,6%).
Βεβαίως, τώρα προβλέπεται επισήμως ανάταξη της εξαγωγικής απόδοσης της χώρας τη διετία 2014-15 και ανάκαμψη της οικονομίας. Για να συμβεί όμως αυτό θα έπρεπε:
1Να αλλάξει η οικονομική πολιτική σε αναπτυξιακή κατεύθυνση που να φέρνει κέρδη παραγωγικότητας και ριζικούς ενεργειακούς μετασχηματισμούς και
2 Να κρατηθεί η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία μακριά από τη γεωπολιτική και οικονομική κρίση.
Καμία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν φαίνεται σήμερα πιθανή.
Πηγή: enet.gr